- διδαγμοσύνη
- διδαγμοσύνη η (Α) [δίδαγμα]η γνώση που στηρίζεται σε διδασκαλία, διδασκαλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διδαγμοσύνῃ — διδαγμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)